τεκνώ — όω, ΜΑ [τέκνον] μσν. (το μέσ.) τεκνοῡμαι αναδέχομαι από την κολυμβήθρα, γίνομαι ανάδοχος, καθιστώ κάποιον πνευματικό μου τέκνο, βαφτίζω αρχ. 1. δίνω, παρέχω παιδιά («πόλιν τεκνοῡσι παίδων παισίν», Ευρ.) 2. (το ενεργ. συν. για άνδρα και σπάν. για… … Dictionary of Greek
τεκνῶ — τεκνόω furnish pres subj act 1st sg τεκνόω furnish pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέκνῳ — τέκνον child neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέκνωι — τέκνῳ , τέκνον child neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντεκνώ — όω, Α 1. ανατρέφω συγχρόνως 2. συντεκνοποιῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τεκνῶ (< τέκνον), πρβλ. προ τεκνῶ] … Dictionary of Greek
προτεκνώ — όω, Α γεννώ παιδιά προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τεκνῶ «κάνω παιδιά, αποκτώ παιδιά» (< τέκνον)] … Dictionary of Greek
τέκνωμα — το, Α [τεκνῶ] μτφ. γέννημα, δημιούργημα («τέκνωμα τοῡ πόνου κλέος», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
τέκνωσις — ώσεως, ἡ, Α [τεκνῶ] 1. απόκτηση τέκνων 2. υιοθεσία … Dictionary of Greek